ἀκμαῖος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκμαῖος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκμαῖος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἄκ͜ναιος ’Αμοργ. Θήρ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ. ἄκιν͜αιος Σύμ. ἄκουνα͜ιος Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπιθ. ἀκμαῖος Περὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ, 2,95. Πβ. καὶ τὸν αὐτὸν ἐν ’Επιστ. Ἔπετ. Πανεπ. 9 (1912/3) 21.

Σημασιολογία

1) Ἰσχυρός, ἔντονος λογ. σύνηθ.: Ὁ στρατὸς ἔχει ἀκμαῖο ἠθικὸ λόγ. σύνηθ. Ἄκν͜αια γόνατ’ ’ὰ τρέχουμε (’ὰ=νὰ) Σύμ. 2) ᾿Επὶ καρπῶν καὶ μάλιστα ὀπωρῶν, ἀκμάζων, ὥριμος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄκνα͜ια καρπούζα - σταφύλια - σῦκα κττ. Θήρ. κ.ἀ. β) Συνεκδ. ἐπὶ τοῦ ἄρτου, μαλακὸς Σύμ.: Ψωμιˬὰ ἄκινα͜ια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/