ἀκοδεσπένευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοδεσπένευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοδεσπένευτος ἐπίθ. Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *οικοδεσπενευτὸς<κοδεσπενεύκουμαι, δι’ ὅ ἰδ. οἰκοδεσποινεύομαι.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἱκανὸς ἢ ὁ μὴ γινώσκων νὰ διοικῇ τὸν οἶκόν του, συνήθως ἐπὶ γυναικός. Συνών. ἀνοικοκύρευτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/