ἀκοινωνησία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοινωνησία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκοινωνησία ἡ, λόγ κοιν. ἀκοινωνησιˬὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. ἀ᾽νου᾽σιὰ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀκοινώνητος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀ- στερητ. 1β. Πβ. Θησαυρ. καὶ ESophocles Greek Lexic. ἐν. λ.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ εἶναί τις ἀκοινώνητος, ἡ ἀποφυγὴ τῆς μετ’ ἄλλων ἐπικοινωνίας καὶ ἀναστροφῆς. 2) ᾿Απαγόρευσις μεταλήψεως τῶν ἀχράντων μυστηρίων ὡς ἐκκλησιαστικὴ ποινὴ εἰς βαρέως ἁμαρτήσαντα Ἴμβρ.: Dοὺν ἔρριξι ἡ ξουμουλόγους τρία χρόνιˬα ἀ’νου’σιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/