ἀκοίταχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοίταχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοίταχτος ἐπίθ. Βιθυν. Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ. Λάκων.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Λάουνδ. ἀκοίταχτους Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Λάουνδ. ἀκοίταχτους Θρᾴκ. Ἤπ. Μακεδ. ἀκοίταγος Κεφαλλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοιταχτὸς<κοιτάξω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐκοίταξέ τις, ὁ μὴ τυχὼν φροντίδος καὶ ἐπιμελείας ὑπό τινος, ὁ παραμεληθείς, ὁ ἀπεριποίητος, συνήθως ἐπὶ γερόντων καὶ ἀσθενῶν ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἄφηκαν ἀκοίταχτο καὶ πέθανε Χίος Ἀκοίταχτος ἤμεινὲνε καὶ κατήρτενε (κατεβλήθη σωματικῶς) αὐτόθ. Τὸν κύρι τους τὸν ἀφήκανε ἀκοίταχτο, τί χαΐρι νὰ διˬοῦνε; Βιθυν. ᾿Αφίνει τὸν πατέρα της ὅλως διόλου ἀκοίταχτο Κρήτ. Ἄρρωστος ἀκοίταχτος Ἤπ. Συνών. ἀγύρευτος 4. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ κοιτάξῃ ἕνεκα τῆς ἐξαιρετικῆς καλλονῆς του (ὡς δηλονότι δὲν δυνάμεθα νὰ προσβλέπωμεν τὸν ἥλιον) Πελοπν. (Κορινθ.): Γυναῖκα ἀκοίταχτη. Κορίτσι - παιδὶ ἀκοίταχτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/