ἀκόλαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόλαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκόλαστος ἐπίθ. Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Κρήτ. Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. ἀκόλαστους Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκόλαστος = ὁ μὴ τιμωρηθείς.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κολασμένος, δίκαιος, ἀγαθὸς Πόντ. (Οἰν.) β) ᾽Εκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἐκολάσθη, δὲν ἔπραξεν ἢ δὲν εἶπέ τι κολάσιμον θρησκευτικῶς, οἷον κατάραν, ὕβριν κττ., ὁ μὴ ἁμαρτήσας ἔνθ’ ἀν.: Δὲν εἶν’ κἀνένας ἀκόλαστους ᾽ς ἰτοῦτον τοὺν κόσμου Χουλιαρ. 2) Ὁ μὴ ἀτακτῶν, ὁ φρόνιμος Ἤπ.: Κοίταξε ᾿κεῖ τι’ ἀκόλαστο παιδὶ ποῦ᾽ ναι! Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA