ἀκολλάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκολλάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκολλάριστος ἐπίθ. κοιν. ἀκολλάριγος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κολλαριστὸς<κολλαρίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ βραχεὶς μὲ κόλλαν καὶ οὕτω ἀποτελεσθείς, ὁ μὴ κολλαρισθείς, ἐπὶ ἐσωρρούχων καὶ ἐν γένει ὑφασμάτων ἔνθ’ ἀν. 2) Ἐπὶ τοῦ οἴνου, ὁ μὴ διὰ κόλλας καθαρισθεὶς Λεξ. Μ.᾽Εγκυκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA