ἀκόμπητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόμπητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκόμπητος ἐπίθ. ἀκόμπετος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκομπῶ τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Πβ. ἀστερητ. 2α.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἀκομπεμένος, δὲν εἶναι καθαρισμένος ἀπὸ τὸν κονιορτόν. Συνών. ἀξεσκόνιστος, ἀξετίναχτος. Πβ. *ἀδιˬακόμπητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA