ἀκονάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκονάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκονάκι τό, πολλαχ. ἀκουνά’ βόρ. ἰδιώμ. ἀκονάτι Καλαβρ. ᾿κονάκι Ἤπ. Πελοπν. (Λακων. Στεμνίτσ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀκόνι.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ ἀκόνη Καλαβρ. 2) Εἶδος ὄφεως βραχύσωμον᾽ μέλαν ἢ μελανόφαιον, πιθανώτατα ἡ τροπιδόσαυρα (tropidosaurus algira) ἢ ὁ γογγύλος (gongylus ocelatus) τῆς τάξεως τῶν σαυροειδῶν (sauria), τὸ ὁποῖον ὠνομάσθη οὕτως ἐκ παρομοιώσεως τῆς λείας του ἐπιδερμίδος πρὸς τὸν λίθον ἀκόνη (ἰδ. ΜΣτεφανιδ. ἐν Λαογρ. 9 <1926> 448) πολλαχ.: Γνωμ. Ἄν σὲ φάῃ τὸ ἀκονάκι, | τὸ τσαππί καὶ τὸ φτυˬαράκι (τὸ ἀκονάκι θεωρεῖται πολλαχοῦ κατὰ λαϊκὴν πρόληψιν δηλητηριῶδες. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,389 καὶ 2,572) ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,251 (ἔκδ. Μαρασλ.). Συνών. ἀκόνι 4. 3) Οἴδημα τῶν άδένων βουβωνικῶν ἢ μασχαλιαίων Ζάκ. Σάμ. 4) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν κυνηγᾷ ὁ εἷς τὸν ἄλλον μὲ ἱμάντα δερμάτινον Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/