ἀκονητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκονητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκονητὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκονατὲ Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκονητός.
Σημασιολογία
᾽Ηκονημένος: Ἔνταϊ ἁ γουναῖκα ἔ᾽ ἔχα γροῦσσα ἀκονατὰ (αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἔχει γλῶσσαν ἠκονημένην. Ἐπὶ γυναικὸς φλυάρου). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA