ἀκονίστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκονίστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκονίστρα ἡ, Πόντ. (Χαλδ.) ἀκονίστρ – Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) – Λεξ. Κουμαν.

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ ρ. ἀκονίζω.

Σημασιολογία

᾽Ακόνη ἔντροχος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκόνι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/