ἀλεποτινάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεποτινάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλεποτινάζω Πελοπν. ἀλουποτινάζω Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀλουπουτ’νάζου Στερελλ. (Ἀκαρναν.) ἀλιπουτινάζω Ἤπ. ἀλ’πουτ’νάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.κ.ἀ.) Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. ἀλαποτ’νάζω ἀγν. τόπ. ἀλουποτινιˬάζω Πελοπν. (Λάστ.) ’λουποτινάζω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τοῦ ρ. τινάζω.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Ἀρπάζω τινὰ μεθ’ ὁρμῆς καὶ τινάσσω βιαίως κατὰ γῆς(ὡς ὁ κυνηγετικὸς κύων ἁρπάζει τὴν ἀλώπεκα ἢ ὡς τινάζουν τὸ δέρμα ἀλώπεκος ἢ καὶ ὡς ἡ ἀλώπηξ ἁρπάζει τὸ θήραμά της καὶ τινάσσει ἢ ἕλκει βιαίως) Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. :Τοὺν ἀλ’πουτίναξι καμπόσου Αἰτωλ. Ἄφ’σι μι, θὰ σ’ ἀλ’πουτ’νάξου! αὐτόθ. Συνών. ἀλεποτανύζω. 2) Ὠθῶ,ἀπωθῶ τινὰ βιαίως Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. : Τοὺν ἀλ’πουτίναξαν σήμιρα τοὺν πατέρα μ’κἄτι παλ͜αιουκιˬαρατᾶδις! Αἰτωλ. Συνών. σπρώχνω. Β) Μέσ. 1) Κινοῦμαι μὲ ἀπειλητικὰς διαθέσεις Στερελλ. (Αἰτωλ.κ.ἀ.):Ὡρέ, τί μ’ ἀλ’πουτ’νάζισι, δὲ σι σκιˬάζουμι ντίπ. ! Αἰτωλ. 2) Ὡς μέσ. ἀλληλοπαθές, φιλονικῶ, διαπληκτίζομαι Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Τοὺν ἄφ’κα ’κεῖ π’ ἀλ’πουτ’νάζουνταν μὶ τοὺν δεῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA