ἀλεποτόμαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεποτόμαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλεποτόμαρο τό, Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.) – Λεξ. Λάουνδ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀλουποτόμαρο Πελοπν. (Καλάβρ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Τρίκκ. κ.ἀ.) ἀλ’ποτόμαρο Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ ἀ.) ἀλποτόμαρου Μακεδ. (Σιάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλεποῦ καί τομάρι. Περὶ τοῦ μεταπλασμοῦ τῆς καταλ. εἰς –ο ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170 κἑξ. καὶ 179.
Σημασιολογία
Δέρμα ἀλώπεκος. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. *ἀλεπεˬά.Πβ. ἀλεπόγουνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA