ἀλεποῦ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεποῦ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλεποῦ ἡ, ἀλωποῦ Ἤπ. Δ. Κρήτ. Κύπρ. Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ.) Σίφν. – Λεξ. Βυζ. ἀλουποῦ Ἄθ. Εὔβ. (Ὄρ.) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Ἰθακ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ.Γορτυν. Λάστ. Λεντεκ. Μαυρίκ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Σάμ. Τένεδ. κ.ἀ. -- Λεξ. Πόππλετ. ἀλεποῦ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.) ἀλιποῦ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Σάμ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) κ.ἀ. ἀλ’ποῦ Εὔβ. (Ἱστ. Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βυτίν. Καλάβρυτ. Κόρινθ. Πάτρ. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ.) Ρόδ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ. κ.ἀ.) ἀλαποῦ Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀλωπώ, ὃ παρ’ Ἡσυχ. κατὰ διὸρθωσιν τοῦ ἀλωπά. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 96 καὶ HPernotἐνMélanges offerts à Schlumberger 212. Οἱ τύπ. ἀλωποῦ καὶ ἀλουποῦ καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 1063 (ἔκδ.Wagner σ.178)«τὴν ἀλωποῦ τὴν ἄπιστον τὸ πῶς καταμυτώνει» καὶ Γαδάρου διήγ. στ. 2 (ἔκδ.Wagner σ. 124)«ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ πῶς ἔπιαν τὸ φαρμάκι». Ἡ λ.καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

Τὸ ζῷον ἀλώπηξ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.) Φρ. Εἶναι μιˬὰ ἀλεποῦ !(ἐπὶ τοῦ πανούργου, ὑπούλου καὶ δολίου. Ἡ μεταφ. χρῆσις ἤδη ἀρχ. διὰ τὴν γνωστὴν πανουργίαν τῆς ἀλώπεκος. Πβ. καὶ Κ.Δ. <Λουκ. Εὐαγγ. 13, 32> «πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπε κι ταύτῃ» ἤτοι τῷ Ἡρώδῃ) κοιν.Γρ͜αιὰ ἀλεποῦ (ἐπὶ τοῦ παμπονήρου, διότι ἡ γηραιὰ ἀλώπηξ εἶναι ἐμπειροτέρα) πολλαχ. Τῆς ἀλεποῦς τὰ μάτιˬα (τὰ χρυσᾶ νομίσματα διὰ τὴν ὁμοιότητα τῆς λάμψεως) Ἀθῆν. κ.ἀ. Τῆς ἀλεποῦς ὁ ὅρκος (ἀστεῖος ὅρκος γινόμενος ὡς ἑξῆς. Τίθεται ἐπὶ μανδηλίου ξυλάριον ἢ ἄχυρον, τὸ ὁποῖον καλεῖται ὁ ὁρκιζόμενος νὰ λάβῃ διὰ τῆς γλώσσης, ἐνῷ δὲ οὗτος ἀνύποπτος προσάγει τὴν γλῶσσαν, ὁ κρατῶν τὸ μανδήλιον ἁρπάζει αὐτὴν κάτωθεν) Πελοπν. (Κορινθ. Λακων.) || Παροιμ. Τί θέλ’ ἡ ἀλεποῦ ’τὸ παζάρι; (δὲν πρέπει κἀνεὶς νὰ μεταβαίνῃ ὅπου δὲν πρέπει ἢ νὰ ἐπεμβαίνῃ εἰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις, ἐκ τῶν ὁποίων ἐνδεχόμενον νὰ ἔχῃ ἐνοχλήσεις, ὡς ἡ ἀλώπηξ δὲν πηγαίνει εἰς τὴν ἀγοράν, ὁπου διατρέχει τὸν κίνδυνον νὰ συλληφθῇ.Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 465 ἔνθα καὶ αἱ διάφοροι παραλαγαὶ τῆς παροιμ.) σύνηθ. Τί γυρεύει ἡ ἀλεποῦ ’ς τὰ γουναράδικα; (οὐδεὶς ἑκουσίως ἐμπίπτει εἰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν του) πολλαχ. Ἡ ἀλ’ποῦ καὶ τὸ παιδί της ἕνα δέρμα ἐκρατῆγαν (ἐπὶ συγγενῶν ἀμφοτέρων κακοήθων) Πελοπν. Τῆς ἀλουποῦς τὰ μάτιˬα καὶ τὸ διˬάβολο παντρεύουν (ὅτι διὰ τῶν χρημάτων τὰ πάντα κατορθώνονται. Πβ. *ἀλεπομμάτης) ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 464. Ὅσου νὰ πάῃ ἡ ἀλ’ποῦ ’ς τοὺ παζάρ’ τ’ς πῆραν τοὺ τουμάρ’ (ἐπὶ κινδύνου ἐγγυτάτου, τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις ν’ ἀποφύγῃ) Θεσσ. Ἡ που’ρὰ ἀλ’ποῦ ἀπ’τὰ δυˬὸ πουδάριˬα πιˬάνιτι (ἐπὶ πονηροῦ ἐμπλεκομένου ἀνελπίστως εἰς περιπέτειαν) Μακεδ. (Νάουσ.) Ἡ--ἀλιποὺ ’ς τοὺ νύπνου τ’ς πιτ’ναρέλλιˬα ἔγλιπι(ἐπὶ τοῦ φανταζομένου τι ὡς πραγματικόν, διότι τὸ ἐπιθυμεῖ, ἐν γένει δὲ ἐπὶ τοῦ ἔχοντος πάντοτε τὴν διάνοιαν ἐστραμμένην πρὸς πράγματα, τῶν ὁποίων τὴν ἀπόκτησιν σφοδρῶς ἐπιθυμεῖ) Κυδων. Ἡ ἀλεποῦἑκατὸ χρονῶν καὶ τὸ ἀλεπόπουλλο ἑκατὸ δέκα (ἐπὶ θρασέος καὶ προπετοῦς νεανίσκου ἀντιλέγοντος εἰς πρεσβυτέρους καὶ ἀξιοῦντος ὅτι καλύτερον αὐτὸς γνωρίζει τὰ πράγματα, ὡς ἐὰν τὸ νεογνὸν τῆς ἀλώπεκος ἠμπορῇ νὰ εἶναι πολυπειρότερον ἀπὸ αὐτὴν ἢ ἐπὶ τοῦ ἀσυστόλως ψευδομένου) πολλαχ. Ἡ ἀλαποῦ ’χεν ἀργατε͜ιὰν κ’ ἐκείνη σταχολόα (ἐπὶ τοῦ παραμελοῦντος τὴν κυρίαν αὐτοῦ ἐργασίαν καὶ περὶ ἐπουσιώδη καὶ ἄσκοπα καταγινομένου. σταχολόα =συνέλεγε κατόπισθεν τῶν θεριζόντων τοὺς καταλειπομένους ὑπὸ τούτων στάχυς. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 459) Τῆλ. Ἡ ἀλεποῦ ’ς τὴν τροῦπα της δὲν ἐχώρε͜ιε, κολοτσύθιˬα μάζευγε (ἐπὶ τοῦ ἐνεργοῦντος δυσαναλόγως πρὸς τὰς δυνάμεις του) Εὔβ. (Κύμ.) Συνών. ἰδ. έν λ. *ἀλέπα. β) Σκωπτικῶς ὁ βοσκὸς (διότι καιροφυλακτεῖ νὰ εἰσαγάγῃ τὰ ζῷα πρὸς βοσκὴν εἰς ξένον κτῆμα μόλις ἀπουσιάσῃ ὁ ἰδικτήτης) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Τὸ δέρμα τῆς ἀλώπεκος Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. : Ἐγούνωσα τὸ φόρεμα μ’ μὲ ἀλεποῦ Σαρεκκλ.Συνών. ἰδ. ἐν λ. *ἀλεπεˬά. 3) Παιδιὰ κατὰ διάφορον τρόπον παιζομένη ἑκασταχοῦ α) Εἷς τῶν παικτῶν ὁρίζεται ὡς ἀλεποῦ, οἱ δὲ ἄλλοι ὄρνιθες. Ἡ ἀλώπηξ καταδιώκει τὰς ὄρνιθας. Ἡ κινδυνεύουσα ὄρνις δύναται νὰ πηδήσῃ ὑψηλά, ἂν δὲν τὸ κατορθώσῃ, αἱ λοιπαὶ τὴν περιστοιχίζουν φωνάζουσαι ποὺλ ποὺλ καὶ προσπαθοῦν νὰ παρασύρουν τῆν ἀλώπεκα. Ἡ θιγομένη ὄρνις γίνεται ἀλώπηξ καὶ συνεχίζεται ἡ παιδιὰ Πελοπν. (Μαντίν.) β) Χαράσσεται ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κύκλος, εἰς ὃν εἰσέρχεται εἷς τῶνπαικτῶν καλούμενος ἀλουποῦ, πέριξ δὲ αὐτοῦ τοῦ κύκλου στέκουν οἱ συμπαῖκται λοιδοροῦντες τὴν ἀλώπεκα. Τότε αὕτη ρίπτει κατὰ τούτων μανδήλιον φέρον κόμβον, ὁ δὲ κτυπηθεὶς ἀντικαθιστᾷ αὐτὴν εἰς τὸν κύκλον καὶ συνεχίζεται ἡ παιδιὰ. Ἂν ἡ βολὴ ἀποτύχῃ, ἡ ἀλώπηξ ἐξέρχεται βαδίζουσα διὰ τοῦ ἑνὸς ποδὸς διὰ νὰ λάβῃ τὸ μανδήλιον, ἂν δὲ πατήσῃ διὰ τῶν δύο ποδῶν, τύπτεταιμέχρις οὗ εἰσέλθῃ εἰς τὸν κύκλον Κεφαλλ. γ) Εἷς τῶν παικτῶν ὁρίζεται ἀλ’ποῦ, οἱ δὲ ἄλλοι σχηματίζουν κύκλον πέριξ. Κατόπιν συνθήματος ἡ ἀλώπηξἀρχίζει νὰ τοὺς καταδιώκῃ, οὗτοι δὲ φεύγοντες προσπαθοῦν νὰ εὕρουν ξύλινόν τι ἀντικείμενον, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ προσκολληθῇἕκαστος, διότι δὲν ἔχει πλέον τότε δικαίωμα νὰ τοὺς ἐγγίσῃ. Ὁ κτυπηθεὶς προτοῦ προσκολληθῇ εἰς ξύλον γίνεται ἀλώπηξ καὶ ἐξακολουθεῖ ἡ παιδιὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)δ) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀλουποῦ καὶ κόττα παίζεται ὡς ἑξῆς. Οἱ παῖκταισυμπλέκοντες τὰς χεῖρας σχηματίζουν κύκλον, ὁ ὁποῖος ἀνοίγεται εἰς ἓν μέρος διὰ νὰ σχηματισθῇ θύρα. Ἑκατέρωθεν τῆς θύρας κάθηνται ἡ ἀλώπηξ καὶ ἡ νοικοκυρά, ἡ ὁποία κρατεῖ λίθον μὲ σχοινίον, ὅστις συμβολίζει τὴν κότταν, ἐκείνη δὲ ἀποκρίνεται ὅτι δὲν εἶχε νὰ ἀποκρέψῃ καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἐπῆρε. Τότε ἡ νοικοκυρὰ τὴν καταδιώκει πέριξ τοῦ κύκλου καὶ ἅμα τὴν συλλάβῃ ἀνταλλάσουν τὰς θέσεις των Πελοπν. (Μαυρίκ.) 4) Σανὶς παρεμβαλλομένη διὰ μηχανικοῦ μέσου μεταξὺ τῆς φτερωτῆς τοῦ μύλου καὶ τῆς λεγομένης δίπλας καὶ κωλύουσα τὸ ὕδωρ νὰ πίπτῃ ἐπὶ τῆς φτερωτῆς, οὕτω δὲ παύει ἡ κίνησις τοῦ μύλου Πελοπν. (Λεντεκ.)5) Μέγας ξύλινος σφὴν ἐμπηγνυόμενος ἐπὶ τοῦ μοχλοῦ κάτωθεν τοῦ τροχοῦ τοῦ ὑδρομύλου διὰ νὰ συγκρατῇ αὐτὸν ἐν τῇ θέσει του Στερελλ. (Αἰτωλ.) 6) Εἶδος σταφυλῆς, ὁ ἀλλαχοῦ λεγόμενος ροδίτης ἢ παραλλαγή τις αὐτοῦ (ἡ ὀνομασία διὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ χρώματος πρὸς τὸ τῆς ἀλώπεκος) Ζάκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Πάτρ.) 7) Ὑδροπέπων ἐπιμήκους σχήματος Λῆμν. 8) Ὀπὴ προερχομένη ἐξ ἐγκαύματος σπινθῆρος ἢ ἄλλης αἰτίας Πελοπν. (Λακων. Μάν.) : Ἔπεσ’ ἕνα κάρβουνο ’ς τὸ φουστάνι μου καὶ τὸ γιˬόμισε ἀλεποῦδες Μάν.9) Ὑπὸ τὸν τύπ. τῆς ἀλεποῦς τὸ μετάξι, φυτὰ τοῦ γένους ἐπιθύμου (cuscuta) τῆς τάξεως τῶν περιαλλοκαυλωδῶν (convolvuceae) Πελοπν.Συνών. ἀμπελοκλάδι, ἀμπελοκλαδόχορτο, μαλλιˬὰ τῆς Παναγίας (ἰδ. μαλλί), νεραϊδόνημα, τῆς κουρούνας τὸ μετάξι (ἰδ. μετάξι).10) Ὑπὸ τὸν τύπ. τῆς ἀλεποῦς τὰ κρεμαστά, εἶδος θάμνου, τοῦ ὁποίου ὁ καρπὸς βραζόμενος παρέχει ἀφέψημα ὡς καθαρτικὸν Θρᾴκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλεποῦ Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (Λακων.) Ἀλ’ποῦ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πβ. ἀλεπός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/