ἀλεπουδεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεπουδεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλεπουδεύω ἀμάρτ.ἀλεπουδεύγω Χίος’λαπουδεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ παρὰ τὸ θέμ, τοῦ πληθ. ἀλεποῦδες.
Σημασιολογία
1) Ἕρπω, βαίνω τετραποδητί, ἐπὶ νηπίου Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Τὸ μωρὸν ἐρχίνιξεν νὰ ’λαπουδεύῃ (ἔρχίνιξεν = ἤρχισε) Κερασ. Συνών. ἀρκουδεύω, ἀρκουδίζω, μουρτσαλεύω. β) Μεταφ. ἀναλαμβάνω, ἀνακτῶ τὰς σωματικάς μου δυνάμεις, ἐπὶ ἀσθενοῦς Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) : Ἄρρωστον ἐρχίνεσεν καὶ ’λαπουδεύ’ (ὁ ἀσθενὴς ἤρχισε κτλ.) Χαλδ. γ) Ἀναλαμβάνω οἰκονομικῶς Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) : Εὗρεν καλὸν δουλείαν καὶ ’λαπουδεύ’ (ηὗρε καλὴν ἐργασίαν καὶ ἀρχίζει ν’ ἀποκαθίσταται οἰκονομικῶς) Χαλδ.2) Φέρομαι πανούργως, πονηρεύομαι Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA