ἀλεπουδιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεπουδιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλεπουδιˬὰ ἡ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κωνπλ. Χίος κ.ἀ. – Λεξ. Βλαστ. ἀλιπουδιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Λῆμν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ παρὰ τὸ θέμ. τοῦ πληθ. ἀλεποῦδες. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Πανουργία, πονηρία (ὡς ἡ τῆς ἀλώπεκος) ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὲς οἱ ἀλεπουδιˬὲς ποῦ κάμνεις δὲν περνοῦν Χίος Ν’ ἀφήσῃς αὐτὲς τὲς ἀλεπουδιˬὲς! Σαρεκκλ. Μᾶς ἔπιξι μιˬὰν ἀλιπουδιˬὰ κὶ τοὺ φ’σοῦμικὶ δὲν κρυˬών’ Λῆμν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἀλεπήσιˬος 2, ἀλεπιˬά, ἀλεπότη, ἀλεπωσύνη. Πβ. ἀλεπογανεˬά. 2) Τόπος, ἔνθασυχνάζουν ἀλώπεκες Χίος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀλεπουδιˬὰ καὶ Ἀλεπουδιˬὲς Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA