ἀλεπούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεπούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλεπούνα ἡ, ἀλιπούνα Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούνα, περὶ ἧς πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 307
Σημασιολογία
Ἀλώπηξ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. *ἀλέπα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλουπούνα Κύπρ. Ἀλεποῦνες Πελοπν. (Γύθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA