ἀλεπωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεπωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλεπωσύνη ἡ, Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀλεπωσύν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀλεπωσύνε Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεπὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –σύνη.
Σημασιολογία
Δόλος, πονηρία ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀλεπωσύνς τ’ ἐσὰ ’κὶ πιστεύκουνταν (αἱἰδικαὶ σου πανουργίαι δὲν πιστεύονται) Κερασ. Χαλδ. ||Φρ. παροιμ. Ἀλεπωσύνςφτε͜ιάει (κάμνει. Ἐπὶ τῶν προσποιουμένων σωματικόν τι ἢ ἠθικὸν πάθος) Κερασ. Συνών. ἀλεπήσιˬος 2, ἀλεπιˬά, ἀλεπότη, ἀλεπουδιˬά.Πβ. ἀλεπογανεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA