ἀλέσιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλέσιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλέσιμο τό, ἀλέσιμον Ρόδ. ἀλέσιμο Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. ’λέσιμο Σύμ.’λέσιμουν Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλέθω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀλέθῃ τις, ἄλεσις Σύμ. κ.ἀ. β) Πληθ. ἀλεσίματα τά, τελετὴ τῆς ἀλέσεως τοῦ σίτου πρὸς παρασκευὴν τοῦ ἄρτου τοῦ ἀναγκαίου διὰ τὸν γάμον τελουμένη ἑπτὰ ἡμέρας πρὸ αὐτοῦ. Τὸν σῖτον ἀνάμεικτον μετὰ καρύων, ἀμυγδάλων καὶ ἄλλων ξηρῶν καρπῶν κομίζουν οἱ συγγενεῖς τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς νύμφης, ἀφοῦ δὲ ἀποχωρισθῇ καὶ καθαρισθῇ ἀπὸ τὰ ἀναμεμειγμένα εἴδη ὑπὸ νεανίδων, πέμπεται εἰς τὸν μύλον πρὸς ἄλεσιν Ρόδ. Συνών, ἀλέσματα, περὶ οὗ ἰδ. ἄλεσμα 1β. 2) Φορτίον σίτου ἢ ἄλλου γεννήματος ἑτοίμου πρὸς ἄλεσιν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. κ.ἀ. : Παροιμ. Γύρισε γύρισε τ’ ἀλέσιμον ’ς τὸν μύλον θὰ πάγῃ (ἐπὶ τοῦ ἐπιστρέφοντος εἰς τὴν πατρίδα κατόπιν μακρᾶς ἀποδημίας) Ρόδ. Πβ. ἀλεσιˬά, ἄλεσμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/