ἀλεσματερὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεσματερὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλεσματερὸ τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλεσμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ, -ερό.
Σημασιολογία
Μικρὰ ποσότης δημητριακοῦ καρποῦ ἀποστελλομένη εἰς τὸν μύλον πρὸς ἄλεσιν. Πβ. ἀλέσιμο 2, ἄλεσμα 3, ἀλεστικὸ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA