ἀλεσματοσάκκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεσματοσάκκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλεσματοσάκκι τό, Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλεσμα καὶ σακκί.
Σημασιολογία
Ὁ σάκκος ὁ περιλαμβάνων τὸ ἄλεσμα, ἤτοι τὸν πρὸς ἄλεσιν δημητριακὸν καρπόν, ἔχων χωρητικότητα συνήθως 60-70 ὀκάδων.Πβ. ἀλεσματοσακκούλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA