ἀλεστικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεστικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλεστικὸ τό, ἀλεστικὸν Ρόδ. κ.ἀ. ἀλεστικὸ σύνηθ. ἀλιστ’κὸ βόρ. ἰδιώμ. ἀλισκὸ Λέσβ. Μόνον πληθ. ἀλεστικὰ Πόντ. (Κερασ.) ἀλιστ’κὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Λέσβ. Στερελλ. ἀ’στ’κὰ Ἤπ. ἀλέστικα Πόντ. (Σάντ.) ’λεστικὰ Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀλεστικόν. Πβ. Πρόδρομ. 2, 37 (ἔκδ. Pernot - Hesseling) «ἀλεστικά, φουρνιάτικα, βαλανικὰ σαπούνια».

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀμοιβὴ τοῦ μυλωθροῦ διὰ τὴν ἄλεσιν ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ἐμπάτε, σκύλλοι, ἀλέστε κιˬ ἀλεστικὰ μὴ δώστε (ἐπὶ τοῦ κακῶς τὰ τοῦ ἰδίου οἴκου διοικοῦντος καὶ παραδίδοντος αὐτὰ ὡς λείαν εἰς τοὺς καταχραστὰς καὶ ἅρπαγας, ὡς ἐὰν ἤθελεν ἐπιτρέψει ὁ μυλωθρὸς εἰς τοὺς κύνας, οἱ ὁποῖοι ἄλλως εἶναι ἐπιζήμιοι εἰς τοὺς μύλους κατατρώγοντες μετὰ λαιμαργίας τὰ ἄλευρα, ὄχι μόνον νὰ εἰσέλθουν ἐλευθέρως εἰς τὸν μύλον, ἀλλὰ καὶ δωρεὰν νὰ ἀλέσουν, γενικώτερον δὲ ἐπὶ πάσης οἰκογενειακῆς ἢ κοινωνικῆς ἀταξίας)πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλεσματική. 2) Ἡ πρὸς ἄλεσιν ἑτοιμαζόμενη ποσότης τοῦ δημητριακοῦ καρποῦ ΚΠασαγιάνν. Παραμυθ. 83 : Γιˬόμωσ’ τὰ σακκιˬὰ ἀλεστικὸ ἀποβραδὺς νὰ ξεκινήσω πρὶν μὲ πάρ’ ἡ αὐγή.Συνών. ἀλέσιμο 2, ἄλεσμα 3, *ἀλεσματέα, ἀλετό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/