ἀλέτρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλέτρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλέτρι τό, ἀρότρ’ Τένεδ. ἀρέτρι Πελοπν. (Λεντεκ.) ἀρέτρ’ Θρᾴκ. ἀλέτριˬου Β. Εὔβ. Σάμ. ἀλέτριν Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σαράχ.) ἀλέτρι κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ.) Πόντ.ἀλέτρι Τσακων. ἀέτριν Πόντ. (Κολων.) ἀγέτριν Πόντ. (Κολων.) ἀλέdρι Κρήτ.ἀλάτρι ΑΜανούσ. Τραγούδ. 2,70 ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 750 ἀλέτρ’ Β.Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. Τένεδ. κ.ἀ. ἀλέτιρ’ Θρᾴκ. Ἴμβρ. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Μιστ. Οὐλαγ.) Μακεδ. (Γκιουβ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄροτρον διὰ τοῦ διαμέσου τύπ. ἀρότριον, ὅθεν ἀρότρι καὶ τροπῇ τοῦ π εἰς ε διὰ τὸρἀρέτρι , εἶτα δὲ τροπῇ τοῦ ρ εἰς λ κατ᾿ ἀνομ. ἀλέτρι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.Εἰς τὸ ἀέτριν ἔγινεν ἀποβολὴτοῦ λ, εἶτα δὲ ἀναπτύχθη γ μεταξὺ τῶν φων., ὅθεν ὁ τύπ. ἀγέτριν. Διὰ τὸ ἀλάτρι πβ. τὸ ρ. ἀλετρεύω. Τὸ ἀλέτιρ’ ἐκ τοῦ ἀλέτρ᾿ κατ᾿ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγ. μεταξὺ δύο συμφ. καθὼς καὶ ἄσπρη - ἄσπρ᾿ - ἄσπιρ᾿ , μαύρη – μαύρ᾿ - μαύιρ᾿ , λίμνη – λίμ᾿- λίμιν᾿ κττ. Περὶ τούτων ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 22.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἄροτρον, γεωργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς ἄροσιν τῆς γῆς συνιστάμενον ἐκ τριῶν κυρίων μερῶν, τοῦ ἐλύματος (ἀλετροπόδι) , τῆς ἐχέτλης (χερήτρα) , τοῦ ρυμοῦ (σταβάρι) καὶ τοῦ ὑνίου κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Μιστ. Οὐλαγ. Σίλατ. Σίνασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κολων. Κοτύωρ. Ὄφ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)Τσακων. : Φρ. Κάνου ἀλέτρ᾿ (ἀροτριῶ)Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.)Τὸ περνάω τὸ χωράφι τρία ἀλέτριˬα (τὸ ἀροτριῶ τρὶς) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) Πρῶτο ἀλέτρι (πρῶτον ὄργωμα)Κρήτ. Δεύτιρου – τρίτου ἀλέτρ᾿ (δεύτερον – τρίτον ὄργωμα) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)Τοὺ καλαμπό᾿ θέ᾿ τρία ἀλέτριˬα, τοὺ σ᾿τάρ᾿ ἕνα (ὁ ἀγρός, εἰς τὸν ὁποῖον μέλλει νὰ σπαρῇ σῖτος, ἅπαξ) αὐτόθ. Ἔκαμα τὸ χωράφι δυˬὸ ἀλέτριˬα (τὸ ὤργωσα δὶς) Κρήτ. Φ᾿τεύου μὶ τ᾿ ἀλέτρ᾿ (φυτεύω τι ἀφοῦ ὀργώσω δύο τρεῖς φορὰς τὴν γῆν μὲ τὸ ἄροτρον) Μακεδ. (Χαλκιδ.) || Παροιμ. φρ. Δεύτερο ἀλέτρι, δεύτερο δεμάτι (ἡ διπλῆ ἀροτρίωσις διπλασιάζει τὴν παραγωγὴν) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Ὅταν ἀρχίσῃ ὁ Αὔγουστος νὰ βαρυχειμωνιˬάσῃ, ὁ γεωργὸς τ᾿ ἀλέτρι του ἀμέσως ἂς ταιριˬάσῃ (ἂν ὁ χειμὼν προμηνύεται πρώιμος, πρέπει ὁ γεωργὸς ἀπὸ τοῦ Αὐγούστου νὰ ἑτοιμάσῇ τὸ ἄροτρον διὰ νὰ ἀρχίσῃ ἐνωρὶς τὴν ἀροτρίωσιν) Πελοπν. (Μεσσ.) Κατὰ τὸν ἄντραν τὸ σπαθί, κατὰ τὸν βοῦν τ᾿ ἀλέτρι (ὅτι τὰ πάντα πρέπει νὰ εἶναι σύμμετρα καὶ ἀνάλογα) Κάρπ. Ἁποὺ ᾿ν᾿ τ᾿ ἀλέdρι dου μηλεˬὰ καὶ ὁ ζυγός του δάφνη, κ᾿ εἶν καὶ τὸ βουκεdράκι dου βασιλικοῦ κλωνάρι Κρήτ. Φέρνουν ζευγάρι ἀπ᾿ τὸ βουνὸ κιˬ ἀλάτρι ἀπὸ τοὺς κάμπους ΣΖαμπέλ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλετήρι. β) Τὸ ἔλυμα τοῦ ἀρότρου, ἤτοι τὸ μέρος, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὴν βάσιν τοῦ ὅλου ἐργαλείου καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ὁποίου ἐφαρμόζεται τὸ ὑνίον, Κίμωλ. Νάξ. Ρόδ. Σέριφ. Σίφν. Σῦρ. κ. ἀ. Συνών. ἀλετροπόδα, ἀλετροπόδι. γ)Τὸ πρῶτον μέρος τοῦ ρυμοῦ τὸ συνεχόμενον μετὰ τοῦ ἐλύματος, τὸ ὁποῖον συνήθως εἶναι καμπύλον καὶ πολλαχοῦ ἰδιαίτερον ἐντελῶς προσαρμοζόμενον πρὸς τὸ δεύτερον μέρος τοῦ ρυμοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Ὁ ἀστερισμὸς τῆς Μεγάλης Ἄρκτου Μακεδ. 3) Ὁ ἀστερισμός τῆς Πλειάδος Θεσσ. Πβ. ἄλετρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/