ἀλετροπόδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλετροπόδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλετροπόδι τό, σύνηθ. ἀλατροπόδι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀλετροπόδ᾿ Μύκ. Πάρ. (Λεῦκ.) Τῆν. κ. ἀ. Προπ. (Ἀρτάκ.)ἀλιτρουπόδ᾿ Ἤπ. Θρᾴκ Μακεδ. κ. ἀ. ἀλιτριπόδ᾿ Θρᾴκ. (Αἶν.)᾿λετροπόδι Ρόδ. κ. ἀ. — Λεξ. Περίδ. Βυζ. ᾿λιτροπόδι Λεξ. Περίδ. Βυζ. ᾿λιτρουπόδ᾿ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.)Θρᾴκ. Μακεδ. (Βελβ.)Ζουπ. Λακοβ. Σισάν κ. ἀ.)᾿λιτριπόδ᾿ Θάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. άλετροπόδιον, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἀροτρόπους διὰ τοῦ διαμέσου τύπ. ἀροτροπόδιον. ὃ παρὰ τῷ Ζωναρ. (λ. αὐδὼδ) .
Σημασιολογία
1) Ἀλετροπόδα, ὃ ἰδ., σύνηθ. : ᾎσμ. Ἐγὼ εἶδα καὶ τὸ μύρμηγκα μὲ μιˬὰ τριχιˬὰ ζωμένο, σὲ ρεβιθεˬὰ ἀνέβηκε νὰ κόψ᾿ ἀλετροπόδι κ᾿ ἡ ρεβιθεά ᾿τανε ψηλή, ἔπεσε καὶ σκοτώθη (σκωπτικὸν) Ἤπ. Πέντε δάχτυλά ᾿χει ἡ χέρα, | τέσσερα βυζιˬὰ ᾿χει ἡ ἀγελάδα τρία πόδιˬα ἀλετροπόδιˬα, | δύο πέρδικες γραμμένες (τρία πόδιˬια ἀλετροπόδιˬα = ὡς ἀλετροπόδιˬα, ἤτοι ἐπικαμπῆ, στρεβλά. Ἡ παρομοίωσις γίνεται πρὸς τὸ γωνιῶδες σχῆμα τοῦ ποδὸς τοῦ ἀρότρου μετὰ τῆς λαβῆς αὐτοῦ, ἡ ὁποία προσπίπτει εἰς τὴν ἀντίληψην ὡς ἀναπόσπαστον μέρος αὐτοῦ) Ἤπ. || Μεταφ. χωλὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλετροπόδι Πελοπν. (Γύθ.) Ἀλετροπόδιˬα Πελοπν. (Μάν.) 2) Ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὠρίωνος (ἕνεκα τοῦ σχήματος κληθεὶς οὕτω) πολλαχ. : Φρ. Αὐγιρ᾿νὸς καὶ ᾿λιτρουπόδ᾿ (ἐπὶ ψευδῶν λόγων) Μακεδ. Ἡ σημ. αὕτη ἤδη μεσν. Πβ. Σχολ. Θεοκρ. 7,54 «Ὠρίων τὸ κοινῶς ἀλετροπόδιον λεγόμενον» (ἰδ. ΝΠολίτ. Λαογραφ. Σύμμ. 2,190 κἑξ.)Συνών. ἀλετροπόδα 2, ποδαλέτρι. 3) Κατὰ πληθ. λιτρουπόδιˬα, ὁ ἀστερισμὸς τῆς Μεγάλης Ἄρκτου Θάσ. Μακεδ. (Ζουπ.)Συνών. ἀλετροπόδα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA