ἀλέτρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλέτρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλέτρωμα τό, ᾿λάτρωμα Ἀπουλ. (Καλημ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *ἀλετρώνω.

Σημασιολογία

Καλλιέργεια τῆς γῆς δι᾿ ἀρότρου, ἀροτριασμός. Συνών. ἀλέτρεμα, ὄργωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/