ἀλευθέρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευθέρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλευθέρωτος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀλευτέρωτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. *λευθερωτὸς < λευθερώνω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἐλευθερώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐλευθερωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐλευθερωθῇ, ὁ ὑπόδουλος κοιν. : Ἀλευθέρωτοι ἀδελφοὶ (οἱ ὑπὸ ξένην κυριαρχίαν διατελοῦντες Ἕλληνες) κοιν. Σκλάβος ἀλευτέρωτος (ὁ διαρκῶς δοῦλος) Λεξ. Περίδ. Βυζ. || Φρ. Εἶναι σκλάβος ἀλευτέρωτος (ἐπὶ ἐνδύματος μὴ φθειρομένου διὰ τῆς χρήσεως) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Ὁ μὴ λυτρωθείς, ὁ μὴ ἀπαλλαγεὶς κακοῦ τινος Πόντ. (Τραπ.) κ. ἀ. 3) Θηλ. ἡ ἔγκυος καὶ οὔπω τεκοῦσα, ἐπὶ γυναικὸς κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/