ἀλεύκαντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεύκαντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλεύκαντος ἐπίθ. πολλαχ. ἀλεύκαdος Πελοπν. (Καλάμ. Λακων. Μάν. Σπάρτ.)— Λεξ. Ἠπίτ. ἀλεύκαϊdους Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀλεύκαντος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λευκανθείς, ἐπὶ ὑφάσματος ἔνθ᾿ ἀν. : Παίρνει ἡ καψο – Ζαχαρούλλα ἀλεύκαντο τὸ παννὶ καὶ γέρνει μάτα ᾿ς τὸ χωριˬὸ ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 72 Το ᾿χου ἀκόμ᾿ ἀλεύκαϊdου τοὺ παννὶ Χαλκιδ. || Γνωμ. Ἀλεύκαdο παννὶ κιˬ ἀσαράdιγο παιδὶ μάτι μὴ τὸ ἰδῇ (διότι δὲν δύνανται νὰ προξενήσουν καλὴν ἐντύπωσιν τὸ μὲν πρῶτον διὰ τὸ χρῶμά του, τὸ δὲ δεύτερον διότι δὲν ἤρχισεν ἀκόμη ἡ σωματικὴ διάπλασις) Μάν. Ἀσαράdιγο παιδὶ σὰν ἀλεύκαdο παννὶ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σπάρτ. Συνών. ἀλεύκαστος, ἀλεύκιˬος, ἄλευκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/