ἀλευρένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευρένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλευρένιˬος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλευρένöς Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.) ἀλευρένος Σύμ. ἀλευρένες Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ένιˬος, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,118.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐξ ἀλεύρου κατεσκευασμένος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἀλευρένεν φαεῖν (τὸ ἐξ ἀλεύρου ὑδαρὲς φαγητόν. Συνών. κουρκούτι. Χαλδ. Ἀλευρέν κουμάδες (μακαρόνια χειροποίητα παρασκευαζόμενα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ) Κερασ. Συνών. ἀλευρίτικος. 2) Ὁ χρησιμοποιούμενος διὰ τὴν ἀπόθεσιν τοῦ ἀλεύρου Σύμ. : Ἀλευρένον πουγγὶ (σάκκος). 3) Ὁ δι᾿ ἀλεύρου πεπασμένα ἔχων τὰ ἐνδύματα, τὴν κόμην κλπ. Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/