ἀλεύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλεύρι τό, ἀλεύριν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀλεύρι κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)Καππ. (Ἀραβάν. Φλογ. κ. ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) ἀλεύρ᾿ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀεύριν βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀεύριν Πόντ. (Κολων.) ἀγεύριν Πόντ. (Κερασ.) ᾿λεύρι Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Φάρασ.) ἀλεύιρ᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Κομοτ. Σουφλ.) Ἴμβρ. Λῆμν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πάρ. (Λεῦκ.) ἀλεύερ᾿ Τῆν. ἀρεύρι Πελοπν. (Δημητσάν.) αὐλέρ᾿ Θρᾴκ (Αἶν.) ἀλέφ᾿ Καππ. (Ἀξ.) Πληθ. ἀλέρκα Κύπρ. ἀλεύκα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀλεύριν, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄλευρον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀλέβρι). Τὸ ἀρεύρι ἐκ τοῦ ἀλεύρι κατ᾿ ἀφομ. τοῦ λ πρὸς τὸ ἑπόμενον ρ, τὸ δὲ αὐλέρ᾿ κατὰ μετάθ. γραμμάτων. Διὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ λ εἰς τὸ τοῦ Πόντ. ἀεύριν πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι ἀέτριν, ἁώνιν, καὸς κττ. ἀντὶ ἀλέτριν, ἁλώνιν, καλός. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἀλεύιρ᾿ ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 22, περὶ δὲ τῶν πληθ. τύπ. ἀλέρκα καὶ ἀλεύκα ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 6 (1894) 164 καὶ 466 καὶ ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 9 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Σῖτοςκαὶ πᾶν ἐν γένει δημητριακὸν ἀλεσμένον κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Φάρασ. Φλογ. κ. ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κολων. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἀλεύρι καλαμποκήσιˬο – κρίθινο – σιταρένιˬο. Πικρίζει – σκουληκιˬάζει τ᾿ ἀλεύρι κοιν. Ἀλεύρι καθάρε͜ιο (ἐκ σίτου) Κύθν. κ. ἀ. Ἀλεύρ᾿ κοκκένεν - κριθαρένεν (ἐκ σίτου - ἐκ κριθῆς) Χαλδ. || Φρ. Πὲς ἀλεύρι; — Ὁ δεῖνα νὰ σ᾿ εὕρῃ ἢ σὲ γυρεύει! (παιγνιώδης ἔκφρασις, τὴν ὁποίαν λέγει ὁ θέλων νὰ σκώψῃ φίλον του ὡς φοβούμενον ἄλλον τινὰ ἢ παθόντα τι ὑπ᾿ αὐτοῦ. Ἄν ἀνύποπτος ἢ ἀδιαφορῶν πρὸς τὸ σκῶμμα εἴπῃ τὴν λέξιν ὁ οὕτω προκαλούμενος, συμπληρώνει τότε ὁ σκώπτων τὸ ὁμοιοτέλευτον διὰ τῆς προσθήκης τοῦ ὀνόματος τοῦ ἄλλου) πολλαχ. Τοῦ διˬαόλου ἀλεύρι (τὸ ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ ἀλεθόμενον, τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται μεθ᾿ ὕδατος μεγειγμένον εἰς τὰς πληγὰς τῶν ἵππων) Ζάκ. Θὰ φέρ᾿ ἀλεύρ᾿ (λέγεται περὶ νέου χρηστὰς ἐλπίδας παρέχοντος) Ἤπ. Χώριˬα τ᾿ ἀλεύριˬα μας (ἂς παύσῃ πᾶσα οἰκειότης Συνών. φρ. χώριˬα τὰ πιˬάττα μας) Λακων. Χάνιτι σὰν Γιˬούφτικου ἀλεύρ᾿ (ἐπὶ ταχείας δαπάνης καὶ ἐξαφανίσεως) Μακεδ. (Πάγγ.) || Παροιμ. Οἱ δυˬὸ πέτρες κάνουν τ᾿ ἀλεύρι (εἰς συντέλεσιν ἔργου δὲν ἐπαρκεῖ εἷς μόνος καὶ ἀναγκαία ἡ ἐν ὁμονοίᾳ σύμπραξις δύο ἀνθρώπων. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,586) Μῆλ. κ. ἀ. Δὲ δί᾿ οὔτι τοῦ διˬακουνάρ᾿ ἀλεύρ᾿ (ἐπὶ τοῦ σφόδρα φιλαργύρου Συνών. φρ. δὲ δίνει τ᾿ ἀγγέλου του νερὸ καὶ οὔτε ἅλας δὲ δίνει, δι᾿ ἃς ἰδ. ἄγγελος 2 καὶ ἅλας 1) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Φουστανέλλα καὶ μεϊτάνι | καὶ τ᾿ ἀλεύριˬα ᾿ς τὸ σαγάνι (ἐπὶ πτωχαλαζόνος, τοῦ ὁποίου ἡ μὲν ἐνδυμασία εἶναι ἄψογος, ἀλλὰ ὅλον τὸ ἐν τῷ οἴκῳ του ἄλευρον ἓν μόνον πινάκιον δύναται νὰ πληρώσῃ. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,469) Πελοπν. (Γορτυν.) Κερὰ μὲ τὸν ψηλὸ φελλὸ καὶ τὴ bλαθε͜ιὰ μανίκα, ἀλεύρι νά ᾿χε dὸ σακκὶ κιˬ αύτὰ νὰ μᾶς ἐλείπα (συνών. τῇ προηγουμένῃ. φελλὸς = ξύλινον πέδιλον) Κρήτ. Ἐόνιξεν, ἐτούφιξεν, ξύλ᾿ ἀλεύρ᾿κ᾿ ἔχουμε, τ᾿ ἄλλα οὕλ ἔχουμε (ἐχιόνισεν,ἔπεσε χιονοθύελλα, ξύλα καὶ ἄλευρα δὲν ἔχομεν, πάντα τὰ ἄλλα ἔχομεν. Λέγεται εἰρωνικῶς, διότι ὁ στερούμενος θερμάνσεως καὶ ἀλεύρου κατὰ τὸν χειμῶνα στερεῖται τῶν οὑσιωδῶν μέσων τῆς ζωῆς) Κερασ. || Γνωμ. Ἡ κόττα θέλει πρόσφωλο, τὸ σπίτι θέλει ἀλεύρι Γορτυν. || Αἴνιγμ. Σιδερένος μύλος ἔνι, σιδερένι᾿ ἀλέρκα βκάλ-λει, δώδεκα μουκλοὺς βαστάχνει, κάθε μουκλὸς τραντάσφηνος καὶ κάθε σφῆνα τι ὄνομα (τὸ ἔτος. μουκλὸς = μοχλὸς) Κύπρ. Συνώμ. ἄλευρο. 2) Πάθος τῶν βρεφῶν κατὰ τὴν γλῶσσαν καὶ τὸν οὐρανίσκον, τὰ ὁποῖα λαμβάνουν λευκὸν χρῶμα ὡς ἄλευρον Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA