ἀλευρογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευρογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλευρογυρίζω Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χηλ. ἀλιβρουγυρίζου Θρᾴκ (Μάδυτ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
1) Κυλίω τι ἐν τῷ ἀλεύρῳ προπαρασκευάζων διὰ τηγάνισμα Θρᾴκ (Μάδυτ. κ. ἀ.)Κρήτ. Κύθηρ. κ. ἀ. : Ἀλευρογυρίζω τὸ ψάρι Κύθηρ. || Φρ. Σὰν ἀλιβρουγυρισμένους πόd᾿καρος (ποντίκαρος) Θρᾴκ. 2) Καθόλου κυλίω, στρέφω συνεχῶς τι Κρήτ. : Βάλε τὸ ψωμὶ ᾿ς τὸ νερὸ καὶ ἀλευρογύρισέ το γιˬὰ νὰ μαλακώσῃ. 3) Περιστρέφω τι, κινῶ τι κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) : Ἀλευρογυρίζω τὸ χέρι μου Λακων. || Φρ. Τί τ᾿ ἀλευρογυρίζεις ; (τί περιστρέφεις, τί περιπλέκεις τοὺς λόγους σου ;) Κύθηρ. β) Μεταφ. παραπείθω τινὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 4) Ρίπτων τινὰ κατὰ γῆς κυλίω Εὔβ. (Κύμ.)Πελοπν. (Λακων.) : Κάμε καλὰ νὰ μὴ σ᾿ ἀλευρογυρίσω! Κύμ. Συνών. ἀλευροκυλῶ, ἀλευροτανύζω. 5) Ἀμτβ. περιφέρομαι ἀσκόπως, μάλιστα ἐπὶ ἀέργων καὶ κακοποιῶν Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χηλ. : Ἀλευρογυρίζει ἀπεδῶ κιˬ ἀπεκεῖ Μάν. Τί ἀλευρογυρίζεις αὐτοῦ ; Χηλ. Ἀλευρογυρίζει γιˬὰ νὰ κλέψῃ Λακων. Πβ. ἀλευρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA