ἀλευροδόχη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευροδόχη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλευροδόχη ἡ, Ἀντικύθ. Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ.) Χίος κ. ἀ. ἀλιβρουδό᾿ Ἴμβρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τοῦ ρ. δέχομαι ἀντὶ ἀλευροδόχος.
Σημασιολογία
Δοχεῖον ἐν τῷ ἀλευρομύλῳ, εἰς τὸ ὁποῖον πίπτει τὸ ἄλευρον : Παροιμ. Πολλοὶ ποdικοὶ ᾿ς τὴν ἀλευροδόχη κ᾿ ἕνας πατέρνει (ὅταν πολλοὶ μὲν πταίουν, εἷς δὲ τιμωρῆται) Κρήτ. Συνών. *ἀβάκη 1, ἀλευράμπαρο, ἀλευροθέσι, ἀλευροθήκη 2. Πβ. ἀλευρε͜ιό, ἀλευρικόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA