ἀλευροπλασμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευροπλασμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλευροπλασμένος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τοῦ πλασμένος μετοχ. τοῦ ρ. πλάθω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀτελῶς ζυμωμένος ὥστε νὰ φαίνωνται ὑπολείμματα ἀλεύρου, ἐπὶ ἄρτου : Ἤβαλὲνε πολὺ ἀλεύρι ᾿ς τὴν πλασταριˬὰ καὶ δὲν ἤπλασὲνε τὸ ψωμὶ καλὰ γιˬὰ νὰ χωνέψῃ τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ ψωμὶ εἶναι ἀλευροπλασμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/