ἀλευρουλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευρουλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλευρουλεˬὰ ἡ, Πελοπν. (Ἀρεόπ. κ. ἀ.)ἀλευρουλὲ Δ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ουλεˬά, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,245 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὀσμὴ ἀλεύρου ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλευρουλεˬᾶς μυρίζει Ἀρεόπ. Δὲν ἐψήστηκὲνε καλὰ τὸ ψωμὶ καὶ βγάνει ἀλευρουλὲ Δ.Κρήτ. Συνών. ἀλευρεˬά, ἀλευρίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA