ἀλεύρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεύρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλεύρωμα τό, κοιν. ἀλεύρωμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀλεύρουμα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλευρώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἐπιπάσσῃ τις δι᾿ ἀλεύρου κοιν. β) Μεταφ. μετρία παίδευσις Πόντ. 2) Πολτός Ζάκ. 3) Ἡ διὰ ζύμης ἐπάλειψις τῆς ἐπιφανείας τῆς χαραχθείσης μυλόπετρας πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ἐκ τῆς χαράξεως ἀπομενόντων ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ λίθου λιθαρίων Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/