ἀλέχτορας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλέχτορας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλέχτορας ὁ, Ἀντικύθ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. ἀλόχτερας Ἀθῆν. Αἴγιν. Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.) Μέγαρ. Σκῦρ. κ. ἀ. ἀλίχτορας Κύπρ. (Πάφ.) ἀλέστορα Καλαβρ. (Μπόβ.)ἀλέφτορα Καλαβρ. (Γαλλικ. Χωρίο Ροχούδ.) ἀλέφθορα Καλαβρ. (Ἀμμενδολ.) ἀλέθ-θορα Καλαβρ. (Κοντοφ.)ἀλέθτορα Καλαβρ.(Χωρίο Ροχούδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀλέκτωρ. Παρὰ Μεουρσ. ἀλέκτορας. Περὶ τοῦ ο τοῦ τύπ. ἀλόχτερας ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,403 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 3 (1891) 100 καὶ ΒΦάβην ἐν Τεσσαρακοντ. Κόντ. 254.

Σημασιολογία

Τὸ οἰκιακὸν πτηνὸν ἀλέκτωρ. ἔνθ᾿ ἀν. : Κράζει ὁ ἀλόχτερας Κύμ. Ἐφώναξε ὁ δεύτερος ἀλόχτερας Ἀθῆν. Ἔχετε ρολόιν; — Ὄι, ἐμεῖς ἔχουμεν τὸν ἀλίχτοραν Πάφ. || ᾌσμ. Δώσ᾿τε μας τὸν ἀλέχτορα, δώσ᾿τε μας καὶ τὴν κόττα, δώσ᾿τε μας καὶ τὸν κόπον μας νὰ φύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὴν πόρτα Πελοπν. Θεὲ μου, μὴ κράξῃ ὁ ἀλόχτερας, νὰ μὴ χαράξ᾿ ἡ μέρα, γιˬὰ νὰ χορτάσῃ ὁ νεˬὸς φιλεῖ τσαὶ τούνη ἡ περιστέρα Κύμ. Συνών. ἀλεχτόριν, πετεινός. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπον ᾿Αλέχτορα ἡ, καὶ τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/