ἀλήθεια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλήθεια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλήθεια ἡ, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Τσακων. ἀλήθε͜ια κοιν. ἀλήθ Πόντ. (Ὄφ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀλήθειγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἂλήσεια Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ.) Καππ. (Σίλ.) ἀλήτσε͜ια Κάλυμν. ἀλήτσα Κάλυμν. Πάτμ. ἀλήθκε͜ια Κύπρ. Μεγίστ. Χίος ἀλήσκα Χίος (Πύργ.) ἀλήdε͜ια Ἀπουλ. ἀλήρε͜ια Καππ. (Ἀραβάν.) ἀληθεία Πόντ. (Κερασ.) ἀληθείγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀλ᾿θε͜ιὰ Πάρ. (Λεῦκ.) ἀλήθε͜ιο τό, Κεφαλλ. —ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,66 ἀλήσε͜ιο Ἀπουλ. (Καλημ.) Πληθ. ἀλήθε͜ια τά, Καππ. Μακεδ. Μεγίστ. ἀλήθ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀλήθεια. Διὰ τὸ σ ἀντὶ θ ἐν τῷ τύπ. ἀλήσε͜ια πβ. ὄρνιθα - ὄρνισα, σπαθὶ -σπασί, ἤθελα - ἤσελα, διὰ δὲ τοὺς τύπ. ἀλήτσεια, ἀλήτσα πβ. θειὰ - τσά, βαθεˬὰ - βατσά, περὶ ὧν ἰδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 8. Διὰ τὸν τονισμὸν τοῦ ἀληθεία ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,104. Διὰ τὸ οὐδ. ἀλήθε͜ιο πβ. τὰ ὅμοια συμπάθε͜ια – συμπάθε͜ιο, συνήθε͜ια- συνήθε͜ιο κττ. περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,65 κἑξ. Ὁ πληθ. τὰ ἀλήθε͜ια κατὰ τὸ ἀντίθ. τὰ ψέματα.
Σημασιολογία
1) Ἡ πραγματικότης, τὸ ἀντίθετον τοῦ ψεύδους ἢ τοῦ φαινομενικοῦ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. κ. ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων. : Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὰ ἀλήθεια. Λέγω τὴν ἀλήθε͜ια. Νὰ ποῦμε καὶ τὴ μαύρη ἀλήθε͜ια, δὲν ἔχει καὶ πολὺ ἄδικο. Θὰ σοῦ πῶ ὅλη τὴν ἀλήθε͜ια. (πβ. Ὁμ. λ 507 «πᾶσαν ἀληθείην μυθήσομαι») κοιν. Ἄς᾿ φήκουμε τὰ ψέματα νὰ πιˬάσουμε τ᾿ ἀλήθε͜ια Μεγίστ. Τὰ ψέματα ἐκόπαν κιˬ ἀτώρᾳ τ᾿ ἀλήθ (τὰ ψ. ἐτελείωσαν καὶ τώρᾳ θὰ εἴπωμεν τὰ ἀληθινὰ πράγματα) Τραπ. Χαλδ. Ἀλήθε͜ιο εἶναι πῶς ἦρθε; ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,66 Ἔν ἀλήσε͜ιο Καλημ. || Φρ. Μὰ τὴν ἀλήθε͜ια! (ὅρκος) Μὰ τὴν ἀλήθε͜ια τοῦ Θεοῦ! κοιν. Μὰ τὴν ἁγία ἀλήθε͜ια Κεφαλλ. ᾿Σ τὴν ἀλήθε͜ια μου! Πελοπν. (Λακων.) Δὲ χρουστάει πουτὲ ἀλήθε͜ια αὐτὸς (πάντοτε ψεύδεται) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γε͜ιά σου κιˬ ἀλήθε͜ια λέγω! (λέγεται ὅταν πταρνισθῇ τις ὁμιλοῦντος ἑτέρου, τὸ ὁποῖον ἀπὸ τῶν ἀρχαίων χρόνων θεωρεῖται ὡς καλὸς οἰωνός. Πβ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 3,2,9) Κύθν. κ. ἀ. Ἦτον ἀλήθκε͜ια του (ἦτο ἀλήθεια τὸ λεγόμενον ὑπ᾿ αὐτοῦ) Κύπρ. Ἀλήθε͜ια σου (ἀληθῆ λέγεις) Κίμωλ. Σίφν. Ἡ λ. εἰς πολλὰς ἐμπροθέτους φρ. ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ ἐπίρρ. ἀληθῶς: Στὴν ἀλήθε͜ια (πβ. μεταγν. «εἰς ἀλήθειαν»)σύνηθ. Ἀπ᾿ ἀλήθε͜ια πολλαχ. Ἀλήθε͜ια κιˬ ἀπ᾿ ἀλήθε͜ια πολλαχ. ᾿Π᾿ ἀλἠθε͜ια Μακεδ. (Βελβ.) Μὲ τὴν ἀλήθε͜ια (πβ. ἀρχ. «μετ᾿ ἀληθείας») Κεφαλλ. Μὲ τὴν ἀλήdε͜ια Ἀπουλ. Μὲ τσ᾿ ἀλήθε͜ιες Κεφαλλ. Μὶ τ᾿ ἀλήθε͜ια Μακεδ. ᾿Επ᾿ ἀληθείας (ἡ χρῆσις καὶ ἀρχ.) Κερασ. ᾿Π᾿ ἀλήθκε͜ιας Κύπρ. Ἐν ἀληθείας Κερασ. Γιˬ᾿ ἀλήθεια Εὔβ. (Κύμ.) Ἀσ᾿ σ᾿ ἀλήθε͜ια Καππ. Γιˬὰ γιˬαλήσε͜ια (παρατηρητέον τὴν ἐπανάληψιν τῆς προθ.) Καλημ. Τσ᾿ ἀλήθε͜ιας Θεσσ. || Γνωμ. Ἡ ἀλήθε͜ια δὲν κρύβεται (πβ. τὸ ἀρχ. «ἀδύνατον τἀληθὲς λαθεῖν») σύνηθ. Ἡ ἀλήθε͜ια εἶναι μαλώτρα (ἤτοι προκαλεῖ ἔριδας, διότι ὁ λέγων τὴν ἀλήθειαν δυσαρεστεῖ)Ἤπ. Κάρπ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Πελοπν. (Κυνουρ.) Μύκ. Πάρ. Φολέγ. κ. ἀ. Ἡ ἀλήθεια βασιλεύει Κερασ. Τὸ ψόμα ψύγεται κ᾿ ἡ ἀλήθε͜ια ἀθεῖ Κρήτ. Ἡ ἀλήθκε͜ια συντυχάν-νει μανεή της Κύπρ. Ἡ ἀλήθε͜ιαεἶναι ὁ Θεὸς Ἰόνιοι Νῆσ. Ἡ ἀλήθε͜ια εἶναι μία (πβ. ἀρχ. «ἀπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ»)Πελοπν. 2) Ἐπιρρηματ., ἀληθῶς, ἀψευδῶς (πβ. Κορ. Ἄτ. 4,8) κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) : Ἀλήθε͜ια λέγουν πῶς εἶναι ἔτσι – πῶς ἔφυγε – πῶς ἦρθε κττ. Τὸν εἶδα. — Ἀλήθε͜ια; Πέτυχα στὴ δουλε͜ιά μου. — Ἀλήθε͜ια; Τί ὡραίο πρᾶγμα ποῦ εἶναι, ἀλήθε͜ια! Γιˬατί, ἀλήθε͜ια, δὲν ἦρθες; Ἀλήθε͜ια τὶ σοῦ εἶπε – τί ἔλεγες χθὲς βράδυ κττ.Ἀλήθε͜ια, δὲ μοῦ λές κτλ. (ὅταν θέλωμεν νὰ διακόψωμεν τὸν λόγον καὶ νὰ μεταβῶμεν εἰς ἄλλον) κοιν. Ἀλήθε͜ια κιˬ ἀλήθεια, μ᾿ ἔβρισες τόσες φορὲς καὶ δὲ σ᾿ ὡμίλησα, πές μου, ἔχουμε τίποτε νὰ μοιράσουμε; Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA