ἀληθεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀληθεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀληθεύω σύνηθ. καὶ Πόντ (Κερασ. Οἰν. κ. ἀ.) ἀληθεύγω Κρήτ. Μεγίστ. Χίος ἀληθεύκω Κύπρ. ἀ᾿θεύου βόρ. ἰδιώμ. ἀληθέγγου Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀληθεύω.
Σημασιολογία
1) Λέγω τὴν ἀλήθειαν Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πελοπν. (Λακων.) κ. ἀ. Συνών. ἀληθινεύω. 2) Κατὰ γ᾿ πρόσ.,εἶναι ἀληθὲς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ. ἀ.) : Ἀληθεύει πῶς τὸ εἶπε-τὸ ἔκαμε κττ. σύνηθ. Ἀληθεύει ντὸ λέγουν ἔξω; (αὐτὸ τὸ ὁποῖον λέγουν ἔξω;) Κερασ. Ἀληθεύουν ἀτὰ ντὸ λές; (εἶναι ἀληθῆ αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγεις ; ) αὐτόθ. β) Πραγματοποιεῖται, ἐπὶ λόγου, ὀνείρου, προφητείας σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ἀλήθεψε τ᾿ ὄνειρό μου Ἀλήθεψαν τὰ λόγιˬα μου σύνηθ. Ἀλήθεψε ἡ προφητεία Ζάκ. Ντὸ εἶπα ἐλήθεψεν (ὅτι εἶπα ἔγινε)Κερασ. || ᾎσμ. Ἂν ἀληθέψῃ τ᾿ὄνειρο καὶ πάρῃ ἄλλον ἄντρα, ὅλοι νὰ πάν ᾿ς τὸ γάμο της κ᾿ ἐγὼ ᾿ς τὰ σάβανά της Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA