ἀλία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλία ἡ. Ἀθῆν. Πάρ. ἀλιˬὰ Ἄνδρ. (Γαύρ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀλία. Πβ. Ἡσύχ. «ἀλίας πρασιάς, πλινθείας».

Σημασιολογία

1) Τετραγωνικὸν μικρὸν διαμέρισμα κήπου διὰ λαχάνων ἐσπαρμένον, πρασιὰ Ἀθῆν. Ἄνδρ. (Γαύρ.) Πάρ. 2) Αὖλαξ σχηματιζόμενη διὰ τοῦ ἀρότρου Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/