ἀλίβαδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλίβαδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλίβαδος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλίβαδους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. λιβάδι.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνηθεὶς νὰ ἀγοράσῃ τὴν νομὴν λιβαδίου διὰ νὰ παραχειμάσουν τὰ ζῷά του : Φέτου ἔμ᾿κα ἀλίβαδους (ἐφέτος ἔμεινα κτλ.) 2) Ὁ μὴ διαχειμάσας εἰς λιβάδιον, ἐπὶ ζῴων : Πράματα ἀλίβαδα, τὶ πιρ᾿μέ᾿ς, ψόφιˬα θανά᾿ νι !
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA