ἀλιγόστευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιγόστευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλιγόστευτος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Κέρκ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λιγοστευτὸς < λιγοστεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὀλιγοστεύων, ἀμείωτος ἔνθ’ ἀν. : Ποταμὸς ἀλιγόστευτος Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA