ἀλιδώνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλιδώνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλύκο

Τυπολογία

ἀλιδώνα ἡ, Θρᾴκ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθν. Κῶς Μεγίστ. Μύκ. Πάρ. Σέριφ. Σύμ. Χίος ἀλιώνα Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἐλεδώνη.

Σημασιολογία

1) Εἶδος ὀκτάποδος τῆς οἰκογενείας τῶν ἐλεδωνιδῶν (eledonidae), ἀνοστότερον τοῦ κοινοῦ ὀκτάποδος, ἡ ἐλεδώνη (eledone Aldrovandi) μὲ λεπτοὺς καὶ μακροὺς πλοκάμους (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 <1923> 230, ἐν Λαογρ. 9 <1926> 448 καὶ 10 <1929/32> 206)ἔνθ ἀν. : Φρ. Ἔγινε σὰν ἀλιδώνα (ἐπὶ τοῦ γενομένου ἰσχνοῦ) Χίος 2) Ὁ θῆλυς ὀκτάπους, ὑπέρυθρος καὶ ἀχυμότερος Κῶς

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/