ἀλιˬεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιˬεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλιˬεύω Στερελλ. (Μεσολόγγ.)ἀλιˬεύου Μοσχονήσ. ἁλεύω Κεφαλλ. Λευκ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) — ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,267 ἁλεύου Θρᾴκ (Αἰν.) ᾿λιˬόβγω Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἁλιεύω.
Σημασιολογία
1)Ἀγρεύω, συλλαμβάνω ἰχθῦς, μαλάκια, ὄστρακα κττ. ἔνθ᾿ ἀν. β) Ἀγρεύω ἰχθῦς ἐντὸς τῶν ἰχθυοτροφείων κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν, διὰ τὴν ὁποίαν λέγεται τὸ ψαρεύω Στερελλ. (Μεσολόγγ.) : Ἁλιˬεύω τὰ ψάρια. 2) Μεταφ. ἐρευνῶ διὰ τῆς χειρός, ἐξετάζω τὸ βάθος ὑγροῦ Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA