ἀλιζαύρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιζαύρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλιζαύρα ἡ, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. lezard κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ σαύρα.
Σημασιολογία
Εἴδη σαύρας (lacerta)τῆς οἰκογενείας τῶν σαυριδῶν (lacertidae) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA