άλικοντεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

άλικοντεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλικοντεύω ἀμάρτ. ἀλικοdεύγω Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. alikomak.

Σημασιολογία

Κωλύω, ἐμποδίζω : Μή μ᾿ ἀλικοdεύγης, γιˬατὶ ἔχω δουλε͜ιά. Συνών. ἀλικοντίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/