ἀλικοντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλικοντίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλικοντίζω πολλαχ. ἀλικοdίζω Κεφαλλ. Κρήτ. Μέγαρ. κ. ἀ. ἀλικοτίζω Ζάκ. Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ.) ἀλικουντίζω Χίος ἀλικουτίζω Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) ἀλικουdίζου Λέσβ. Ἴμβρ. ἀλικογκίζου Τσακων. ἀλικοdρίζω Κρήτ. ἀλικοτίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿λικοτίζω Μεγίστ. ᾿λεκουτίζω Τῆλ. ᾿λοκοτίζω Ἤπ. ᾿λουκουτίζου Θεσσ. ἀλικοντάω Εὔβ. (Κύμ.) κ. ἀ. ἀλικοdάω Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀλικοτάω Πελοπν. (Λάστ. κ. ἀ.) ἀλικοτάου Εὔβ. (Ὄρ.) Ἤπ. ἀ᾿κοντάου Β.Εὔβ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀ᾿κουτάου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλοκοτάω Ἤπ. ᾿λοκοτάω Ἤπ. ᾿λουκουτάου Θεσσ. κ. ἀ. Μέσ. ἀλιγοτε͜ιέμαι Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. alikomak. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ ντ εἰς γκ εἰς τὸν τύπ. Τσακων. ἀλικογκίζου πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι ἀγκὶ ἐκ τοῦ ἀντὶ, ἀγκίκρυ ἐκ τοῦ ἀντίκρυ κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 43 (1931)186 κἑξ. Τὸ ἀλικονdρίζω κατὰ παρετυμολογίαν πρὸς τὸ ἐπίρρ. κόντρα. Πβ. ΓἈναγνωστόπ. ἐν Byzant. Ζeitschr. 25 (1925)369.

Σημασιολογία

1) Κωλύω, ἐμποδίζω σύνηθ. : Τὸν ἀλικόντισαν ᾿ς τὸ δρόμο ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος καὶ δὲν πρόφτασε Ἤπ. Τὸ νερὸ μ᾿ ἀλικόντισε νά ᾿ρθω (νερὸ=βροχὴ) αὐτόθ. Ἀλικουτίστηκα σήμερα ταὶ δέν πῆγα ᾿ς τὴ δουλε͜ιὰ Κλουτσινοχ. Μ’ ἀ᾿κουτάει νὰ πάου ᾿ς τ᾿ν ἰκκλησιˬὰ Αἰτωλ. Ἀ᾿ κουτ᾿μένους θαλά ἠσ᾿ναν γιˬὰ νὰ μὴν ἔρθ᾿ς νὰ μὶ βουηθήῃς αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἤμουν γιὰ νὰ πηγαίνου κὶ bαρκαρίστηκα κ᾿ εἶδα τὰ δυˬό σου μάτιˬα κιˬ ἀλικουdίστηκα Ἴμβρ. Συνών. ἀλικοντεύω. β) Καθυστερῶ (Παναθήν. 21,73): Μὴ μ᾿ ἀλικοντᾷς ἀνάκερδα. 2) Καταπείθω ἢ ὑποχρεώνω τινὰ ν᾿ ἀναβάλῃ τι Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/