ἀλίκουντρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλίκουντρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

ἀλίκουντρος ἐπιφών. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Λέγεται ὑπὸ παιδίων, ὅταν θέλουν νὰ παύσῃ πρὸς στιγμὴν τὸ παιγνίδιον : Φτοῦ κιˬ ἀλίκουντρος !

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/