ἀλικουρδῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλικουρδῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλικουρδῶ Ἤπ. Ἰων. (Σόκ.) Σάμ. ἀλικουρδάω Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ἀνατρέπω Ἤπ. : Ἀλικούρδησε τὸ κακκάβι καὶ χύθηκε τὸ γάλα. Καὶ ἀμτβ. ἀνατρέπομαι Ἤπ. : Ἀλικουρδήθηκα κ᾿ ἔπεσα. 2) Τρέχω πηδῶν Ἰων. (Σόκ.) Σάμ. 3) Ὑπερεκχειλίζω, ἐπὶ ποταμοῦ Εὔβ. (Στρόπον.) : Ἀλικούρδησι τοὺ πουτάμ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA