ἀλιμεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλιμεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλιμεˬὰ ἡ, Ἀμοργ. Θήρ. Κύθν. Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἅλιμον.

Σημασιολογία

Φυτὰ τῆς τάξεως τῶν χηνοποδιωδῶν (chenopodiaceae) συνήθως ἁλμωδῶν τόπων 1) Εἴδη τοῦ γένους τῆς ἀτραφάξεως (atriplex), ἀτράφαξις ἡ ροδώδης (atriplex rosea) Κύθν. (συνών. βρομόχορτο), ἀτράφαξις ἡ ἅλιμος (atriplex halimus) Ἀμοργ. (συνών. ράμος) Ἀμοργ. καὶ ἀτράφαξις ἡ Ταταρικὴ (atriplex Tatarica, var. recuvra) Ἀμοργ. Πβ. ἀγριοσπανάκι 2. 2) Ἅλιμος ἡ ἀνδραχνοειδὴς (halimus portulacoides) τοῦ γένους ἅλιμος (halimus) ΠΓεννάδ. 42. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλιμεˬὲς καὶ ὡς τοπων. Ἀμοργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/