ἀλισσίβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλισσίβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλισσίβα ἡ, λισσίβα Νάξ. Πελοπν. (Μεσσ.) λεσσίβα Χασιώτ. Γεωργ. Ἡμερ. 5 ἀλισσίβα κοιν. ἀλισσίφα Σύμ. ἀλεσσίφα Ρόδ. ἀλισσoύφα Μεγίστ. ἀ᾿σσίβα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Λέσβ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ. ἀλ᾿τσίβα Θεσσ. ἀλουσσίβα Κύπρ. Μακεδ. Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. lisciva. Ὁ τύπ. ἀλουσσίβα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἔλουσα ἀόρ. τοῦ ρ. λούω. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,280.

Σημασιολογία

1) Ἀλισσία, ὃ ἰδ., κοιν. : Κάνω ἀλισσίβα καὶ ρίχνω ᾿ς τὰ ροῦχα. Ἔκαμα ἀλισσίβα γιˬὰ νὰ πλύνω τὰ πιˬάττα κοιν. || Φρ. Σὰν ἀλισσούφα᾿ναιν (ἐπὶ ὑδροπέπονος, εἰς τὸν ὁποίον ἤρχισεν ἡ σῆψις) Μεγίστ. Τοῦ ᾿δωκε τὴν ἀλισσίβα (τὸν ἐπέπληξε δεινῶς. Ἴσως ἐλέχθη τοῦτο κατ᾿ ἀναλογ. τῆς φρ. τοῦ ᾿δωκε ἕνα λούσιμο) ἀγν. τόπ. Ἔκατσεν σὰν τὴν ἀλουσσίβα (ἐπὶ ὀργῆς πραϋνθείσης ὡς ἡ ἀλισσίβα, ἥτις παρερχόμενου τοῦ χρόνου κατακάθεται καὶ τὸ νερὸν γίνεται διαυγὲς) Κύπρ. 2) Διάλυσις τέφρας καὶ ποτάσσας, διὰ τῆς ὁποίας καθαρίζουν τὴν σταφίδα Κρήτ. 3) Διάλυσις καυστικοῦ καλίου ἢ καυστικοῦ νάτρου (ποτάσσας ἢ σόδας)χρήσιμος διὰ τὴν κατασκευὴν σάπωνος ΠΓενναδ. Ἑλλην. γεωργ. 1,187.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/