ἀλισφακεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλισφακεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλισφακεˬὰ ἡ, κοιν. ἀλισφατσέα Αἴγιν. ἀλεσφακεˬὰ Κῶς ᾿λισφακεˬὰ Θεσσ. Θρᾴκ (Σηλυβρ.) Μακεδ. Σάμ. ᾿λισφατσὰ Κύμ. ᾿λουσφατσὰ Μεγίστ. ᾿λιλισφακεˬὰ Σἰφν. ἀλισπακέαΚύθηρ. ᾿λιγοσφακεˬὰ Νάξ. ἀνελισφατσεˬὰ Πάρ. ἀνελ᾿ φατσὰ Πάρ. ἀλιφασκεˬὰ Ἀμοργ. Ἀττικ. Ἤπ. Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κύθν. Λέρ. Παξ. Πελοπν. — Λεξ. Λάουνδ. Βυζ. Ἠπίτ. ᾿λιφασκεˬὰ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Σάμ. ἀλιφαστέα Μέγαρ. ἀλινιφασκεˬὰ Νάξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλίσφακας κατὰ τὰ εἰς – εˬὰ ὀν. φυτῶν. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Παρὰ Βλάχ. ἀλισφακία.

Σημασιολογία

Φυτὰ τοῦ γένους ἐλελισφάκου (salvia) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae) 1) Ἰδίως ἐλελίσφακον τὸ καλυκώδες (salvia calycina). Συνών. ἀγριοσφακεˬά. 2) Ἐλελίσφακον τὸ μηλοφόρον (salvia pomifera)με τοὺς καρποὺς μηλοειδεῖς. Συνών. μηλοσφακεˬά, φασκομηλεˬὰ. 3) Ἐλελίσφακον τὸ φαρμακευτικὸν (salvia officinalis), τὸ ἐλελίσφακον τοῦ Διοσκορ. (3,35)«θάμνος. . . ἔχων φύλλα μηλέᾳ κυδωνίᾳ ἐοικότα». Συνών. χαμωσφακεˬά. 4) Ἐλελίσφακον τὸ τρίλοβον (salvia triloba) . 5)Ἐλελίσφακον τὸ σφονδυλωτὸν (salvia verticillata) . Συνών. ἀλίσφακας 1, ἀλισφάκι 2, ἀλισφακιδεˬά, ἀλισφακίτσα, ἀλισφακόμηλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/