ἀλιτήριος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλιτήριος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλιτήριος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀλιτήριος.

Σημασιολογία

1) Κακοποιός, ἀνόσιος, φαῦλος λόγ. κοιν. : Βρὲ ἀλιτήριε, τί εἶναι αὐτὸ ποῦ ἔκαμες ; Βρὲ τὸν ἀλιτήριο ! Θὰ σοῦ δείξω ἐγώ, ἀλιτήριε. 2) Διάβολος Κρήτ. : Σὰν τὸν ἀλιτήριο ἐστάθηκες ὀbρός μου!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/